- καροτσέρης
- [кароцерис] ουσ. а. извозчик
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καροτσιέρης — και καροτσέρης, ο [καρότσι] αμαξηλάτης, καραγωγέας … Dictionary of Greek